-
1 συνθήκη
[синтики] ουσ. в. договор, соглашение, конвенция, условие,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > συνθήκη
-
2 договор
договорм τό σύμφωνο[ν], ἡ σύμβαση[-ις], ἡ συμφωνία / τό συμβόλαιο, τό συμφωνητικό, τό κοντράτο (деловой)! ἡ συνθήκη (пакт):\договор о социалистическом соревновании τό συμφωνητικό τής σοσιαλιστικής ἀμιλλας· коллективный \договор ἡ συλλογική σύμβαση· мирный \договор ἡ συνθήκη εἰρήνης· \договор о ненападении τό σύμφωνο μή ἐπιθέσεως· \договор о дружбе и взаимной помощи τό σύμφωνο φιλίας καί ἀμοιβαίας βοήθειας· торговый \договор ἡ ἐμπορική συμφωνία· заключать \договор συνάπτω συνθήκη, κλείνω συμφωνία· нарушать \договор παραβαίνω τήν συνθήκη, παραβιάζω τήν συμφωνία. -
3 договор
-а, πλθ. -воры κ. договор, -а, πλθ. договора α.συμφωνία, σύμφωνο, σύμβαση• συμφωνητικό• συνθήκη•договор о дружбе и взаимной помощи σύμφωνο φιλίας καί αλληλοβοήθειας•
мирный договор συνθήκη ειρήνης•
заключить договор κλείνω συμφωνία•
расторгнуть договор ξεσχίζω τή συνθήκη•
договор о ненападении σύμφωνο μη επίθεσης•
договор о мореплавании συνθήκη θαλασσοπλοΐας•
торговый договор εμπορική συμφωνία•
договор о социалистическом соревновании συμφωνητικό σοσιαλιστικής άμιλλας•
словесный, письменный- προφορική, γραπτή συμφωνία•
договор о сдаче крепости συμφωνία παράδοσης οχυρού (φρουρίου).
-
4 договор
договор м το σύμφωνο, το συμφωνητικό το συμβόλαιο (контракт )' η συμφωνία (соглашение ) η συνθήκη (пакт)' заключить (расторгнуть) \договор κλείνω (ακυρώ) συμφωνία коллективный \договор η συλλογική σύμβαση трудовой \договор η εργατική σύμβαση \договор о дружбе и взаимной помощи το σύμφωνο φιλίας και αμοιβαίας βοήθειας* * *мзаключи́ть (расто́ргнуть) догово́р — κλείνω (ακυρώ) συμφωνία
коллекти́вный догово́р — η συλλογική σύμβαση
трудово́й догово́р — η εργατική σύμβαση
догово́р о дру́жбе и взаи́мной по́мощи — το σύμφωνο φιλίας και αμοιβαίας βοήθειας
-
5 мирный
мирный 1) в рази. знач. ειρηνικός· \мирный народ о ειρηνικός λαός· \мирный договор η συνθήκη ειρήνης· \мирныйое сосуществование η ειρηνική συνύπαρξη' решение разногласий \мирныйым путём η ειρηνική επίλυση διαφορών 2) (спокойный) ήσυχος, ήρεμος* * *1) в разн. знач. ειρηνικόςми́рный наро́д — ο ειρηνικός λαός
ми́рный догово́р — η συνθήκη ειρήνης
ми́рное сосуществова́ние — η ειρηνική συνύπαρξη
реше́ние разногла́сий ми́рным путём — η ειρηνική επίλυση διαφορών
2) ( спокойный) ήσυχος, ήρεμος -
6 условие
условие с о όρος, η συνθήκη (чаще мн.)' жилищные \условиея οι συνθήκες κατοικίας; при \условиеи, с \условиеем με τον όρο· на льготных \условиеях με ευνοϊκούς όρους; ни при каких \условиеях με κανένα τρόπο* * *сο όρος, η συνθήκη (чаще мн.)жили́щные усло́вия — οι συνθήκες κατοικίας
при усло́вии, с усло́вием — με τον όρο
на льго́тных усло́виях — με ευνοϊκούς όρους
ни при каки́х усло́виях — με κανένα τρόπο
-
7 договор
η συμφωνί/α, το συμβόλαιο, το συμφωνητικό, (между государствами) η συνθήκη- на основе взаимности αμοι-βαία/αμφοτεροβαρής -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > договор
-
8 конвенция
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > конвенция
-
9 обстоятельство
1. (условие, определяющее положение чего-л. или кого-л.) η συνθήκηни при каких - ах σε καμία περίπτωση, επ' ουδενί λόγω2. грам. о (επιρρηματικός) προσδιορισμόςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > обстоятельство
-
10 пакт
(международный договор) το σύμφωνο, η συνθήκη.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > пакт
-
11 трактат
1. (научное сочинение) η πραγματεία 2. (дипл.) η συνθήκη, το διεθνές σύμφωνοРусско-греческий словарь научных и технических терминов > трактат
-
12 мирный
ми́рн||ыйприл1. εἰρηνικός, ήσυχος; \мирный договор ἡ συνθήκη είρήνης· \мирныйые переговоры διαπραγματεύσεις ἐΙρήνης» \мирныйое урегулирование ὁ είρηνικός δια» κανονισμός· \мирныйая политика ἡ πολιτική είρήνης· в \мирныйое время ἐν καιρώ είρήνης·2. (спокойный) ήρεμος, είρηνικός, ήσυχος, φιλήσυχος:\мирныйая беседа ἡ ήρεμη συζήτηση· \мирныйым тоном σέ ήρεμο τόνο. ήρεμα. -
13 трактат
трактатж1. ἡ πραγματεία:философский (математический) \трактат ἡ φιλοσοφική (ή μαθηματική) πραγματεία·2. дипл. ἡ συνθήκη, ἡ σύμβαση [-ις]. -
14 мир
мир 1-а, πλθ. -ы α.1. ο κόσμος, το σύμπαν•происхождение -а η καταγωγή (προέλευση) του σύμπαντος•
весь мир όλος ο κόσμος•
миф о сотворении -а ο μύθος για τη δημιουργίατου κόσμου.
2. ουράνιο σώμα, πλανήτης.3. η γήινη σφαίρα, η Γη• η οικουμένη ο κόσμος, οι άνθρωποι. || το περιβάλλον ο ζωικός κόσμος.4. κοινωνία•античный мир ο αρχαίος κόσμος•
капиталистический мир η καπιταλιστική κοινωνία•
социалистический мир η σοσιαλιστική κοινωνία.
|| τάξη, κοινωνικό σύστημα•старый мир разлагается ο παλιός κόσμος αποσυντίθεται.
5. σφαίρα ζωής•животный мир ο ζωικός κόσμος, ζωικό βασίλειο•
растительный мир ο φυτικός κόσμος, το φυτικό βασίλειο•
духовный мир человека ο ψυχικός κόσμος του ανθρώπου.
|| κύκλος (ανθρώπων)•мир учёных ο επιστημονικός κόσμος.
6. αγροτική κοινότητα μέλη αυτής. || συγκέντρωση, συνέλευση. || η ζωή•дольний мир παλ. η επίγεια ζωή•
жить в -у διάγω κοινωνική ζωή (σε αντίθεση προς τη μοναστική).
εκφρ.всем -ом – όλοι μαζί, από κοινού, ομού•быть (оказать(ся) отрезанным от -а – είμαι ξεκομμένος από την κοινωνία•пойти (ходить, идти – κ.τ.τ.) по -у (πτωχεύσας) διακονεύω•пустить по -у кого – στέλλω| (κανω) κάποιον να διακονέψει•уйти (переселить(ся) в лучший (в другой, иной) мир – μεταβαίνω στον άλλο κόσμο (πεθαίνω)•не от -а сего – δεν είναι απ αυτόν τον κόσμο (είναι φαντασιόπληκτος)•сильные ή великие -а сего – οι ισχυροί αυτού του κόσμου•с -ом – (ευχή) με το καλό (να πας).мир 2-а α.1. ειρήνη γαλήνη, ηρεμία•жить в -е ζω ειρηνικά•
нарушить мир в семье διαταράσσω την οικογενειακή γαλήνη•
мир души ψυχική γαλήνη•
борьба народов за мир πάλη των λαών για ειρήνη•
мир народам! ειρήνη στους λαούς!•
прочный мир σταθερή ειρήνη•
оплот -а προπύργιο της ειρήνης•
мир вам! (εκκλσ.) ειρήνη υμίν! (σε σας).
2. συνθήκη, συμφωνία•заключить мир κλείνω ειρήνη•
подписать мир υπογράφω ειρήνη•
переговоры о -е συνομιλίες (διαπραγματεύσεις) για την ειρήνη.
3. ησυχία•я хочу мир θέλω ησυχία.
εκφρ.мир кому; мир праху кому – να είναι ελαφρό το χώμα (που τον σκεπάζει), γαίαν ελαφράν•мир дому сему – παλ.(χαιρετισμός εισερχομένου) ειρήνη στο σπίτι αυτό•с -ом отпустить – αφήνω να πάει στο καλό (ατιμώρητον). -
15 мирный
επ., βρ: -рен, -рна, -рно.1. ειρηνικός• ειρηνόφιλος, φιλειρηνικός•мирный народ ειρηνόφιλος λαός•
-ое государство ειρηνόφιλο κράτος.
|| φιλήσυχος, ήσυχος, αφιλόνικος•мирный человек φιλήσυχος άνθρωπος•
-ая жизнь ειρηνική ζωή•
мирный характер ήσυχος (ήπιος) χαρακτήρας•
-ое урегулирование ειρηνικός διακανονισμός.
2. ειρηνευτικός•-ая политика πολιτική ειρήνης•
-ое время ειρηνική περίο, δος.
|| της ειρήνης•мирный трактат συνθήκη ειρήνης•
-ая конференция διάσκεψη ειρήνης.
-
16 нарушить
-щу, -шишь ρ.σ.μ.1. (δια)ταράσσω χαλνώ•нарушить покой (спокойствие) διαταράσσω την ησυχία•
нарушить сон χαλνώ τον ύπνο•
вы— стрел -ил ночную тишину ο πυροβολισμός διατάραξε τη νυχτερινή ησυχία.
2. παραβιάζω•нарушить государственную границу παραβιάζω τα σύνορα του κράτους.
|| παραβαίνω, αθετώ καταπατώ•нарушить закон παραβαίνω το νόμο•
нарушить договор, соглашение παραβαίνω τη συνθήκη, τη συμφωνία.
|| διασαλεύω•нарушить порядок διασαλεύω την τάξη.
3. καταστρέφω.διαταράσσομαι. || παραβιάζομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. -
17 пакт
-а α.συνθήκη διεθνής• σύμφωνο• πάκτο•пакт о ненападении между странами σύμφωνο μη επίθεσης μεταξύ των χωρών•
пакт мира σύμφωνο ειρήνης.
-
18 подписать
ρ.σ.μ.1. υπογράφω•подписать приказ υπογράφω δ ιαταγή•
подписать документ υπογράφω έγγραφο•
подписать вместе с другим προσυπογράφω•
подписать договор υπογράφω συνθήκη (συμφωνία).
2. γράφω στο τέλος•он -ал ещё несколько строчек αυτός έγραψε στο τέλος ακόμα μερικές σειρές.
3. (εγ)γράφω συνδρομητή (σε εφημερίδα, περιοδικό κ.τ.τ.).1. υπογράφω•я готов подписать под этим обеими-руками είμαι έτοιμος να υπογράψω αυτό με τα δυό τα χέρια(ολόψυχα).
2. εγγράφομαι•подписать на журнал εγγράφομαι (συνδρομητής) στο περιοδικό•
подписать на заем εγγράφομαι στο δάνειο.
-
19 прелиминарный
επ.προκαταρκτικός•прелиминарный мирный договор προκαταρκτική συνθήκη ειρήνης.
-
20 расторгнуть
-ну, -нешь, παρλθ. χρ. расторг κ. расторгнул-ла, -ло, μτχ. παρλθ. расторгший κ. расторгнувший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. расторгнутый, βρ: -нут, -а, -о κ. расторженный, βρ: -жен, -а, -оακυρώνω, καταργώ• ξεσχίζω διαλύω•расторгнуть соглашение ακυρώνω τη συμφωνία•
расторгнуть договор ξεσχίζω (κουρελιάζω) τη συνθήκη•
расторгнуть брак διαλύω το γάμο.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
συνθήκη — compounding fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνθήκῃ — συνθήκη compounding fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνθήκη — Ο όρος συνθήκη, στην ευρύτερη σημασία του, περιλαμβάνει τις συμφωνίες μεταξύ δύο ή περισσότερων υποκείμενων διεθνούς δικαίου, οι οποίες έχουν ως αντικείμενο να δημιουργήσουν, να τροποποιήσουν ή να καταργήσουν διεθνείς έννομες σχέσεις. Στη… … Dictionary of Greek
Συνθήκη για το Εξώτερο Διάστημα — Ο πλήρης τίτλος της είναι Συνθήκη για τις Αρχές που διέπουν τις Δραστηριότητες Κρατών στην Εξερεύνηση και Χρήση του Εξώτερου Διαστήματος, της Σελήνης και Άλλων Ουρανίων Σωμάτων. Πρόκειται για διεθνή συνθήκη που εγκρίθηκε από την 21η σύνοδο της… … Dictionary of Greek
Συνθήκη μη Διάδοσης Πυρηνικών Όπλων — Διεθνής συνθήκη που καταρτίστηκε από την Επιτροπή Αφοπλισμού του OHE, με σκοπό να περιοριστεί ο αριθμός των χωρών που κατέχουν πυρηνικά όπλα και να ελαχιστοποιηθούν οι πιθανότητες σύγκρουσης όπου θα χρησιμοποιούνταν τέτοια όπλα. Η συνθήκη αυτή… … Dictionary of Greek
συνθήκη — η συμφωνία: Υπογράφηκε συνθήκη ειρήνης ανάμεσα στους εμπόλεμους … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Κιουτσούκ Καϊναρτζή, συνθήκη του- — Συνθήκη ειρήνης την οποία υπέγραψαν η Ρωσία και η Τουρκία στις 21 Ιουλίου 1774 στο ομώνυμο βουλγαρικό χωριό, θέτοντας τέλος στους ρωσοτουρκικούς πολέμους της περιόδου 1768 74. Θεωρείται σταθμός στην ιστορία της ευρωπαϊκής διπλωματίας και αφετηρία … Dictionary of Greek
Μπρεστ-Λιτόφσκ, συνθήκη ειρήνης — Συνθήκη που συνάφθηκε στις 3 Μαρτίου 1918 μεταξύ της Σοβιετικής Ρωσίας και των Κεντρικών Αυτοκρατοριών· ονομάστηκε έτσι από την πόλη Μπρεστ (βλ. λ.), η οποία ονομαζόταν Μπρεστ Λιτόφσκ μέχρι το 1921. Πριν από τη συνθήκη είχε συναφθεί, τον… … Dictionary of Greek
Άκερμαν, συνθήκη του — Συνθήκη που υπογράφηκε στην πόλη Άκερμαν της Ουκρανίας (νεότερη ονομασία Μπιέλγκοροντ Ντιεστρόγσκι), στις 7 Οκτωβρίου 1826, από τη Ρωσία και την Τουρκία. Η συνθήκη υποχρέωνε την Τουρκία να εφαρμόσει τους όρους της συνθήκης ειρήνης του… … Dictionary of Greek
Αγίου Στεφάνου, συνθήκη — Συνθήκη μεταξύ Ρωσίας και Τουρκίας που έθεσε τέρμα στον μεταξύ τους πόλεμο (3 Μαρτίου 1878). Βλ. λ. Άγιος Στέφανος … Dictionary of Greek
Κλέιτον-Μπούλουερ, συνθήκη — (Clayton Bulwer Treaty).Η πρώτη συνθήκη που συνάφθηκε ανάμεσα στις ΗΠΑ και στη Μεγάλη Βρετανία, για την κατασκευή μιας διώρυγας μεταξύ Ατλαντικού και Ειρηνικού ωκεανού στην Κεντρική Αμερική. Η συνθήκη υπογράφηκε στις 19 Απριλίου 1850 από τον… … Dictionary of Greek